Tuesday, June 5, 2012

Ένα Ρόδο απ’ τον Τάφο του Ομήρου


Όλα τ’ ανατολίτικα τραγούδια μιλούν για την αγάπη του αηδονιού στο τριαντάφυλλο μέσα στη σιωπηλή αστροφώτιστη βραδιά. Ο φτερωτός τραγουδιστής κάνει καντάδα στα ευωδιαστά άνθη.

Κάπου κοντά στη Σμύρνη, εκεί όπου ο καμηλιέρης οδηγεί τις φορτωμένες καμήλες του, καθώς εκείνες κυρτώνουν περήφανα τους μακριούς λαιμούς τους ταξιδεύοντας κάτω απ’ τα μεγαλόπρεπα πεύκα προς τους Άγιους Τόπους, είδα ένα φράχτη από τριανταφυλλιές. Το τρυγόνι πετούσε μέσα απ’ τα κλαδιά των ψηλών δέντρων και, όπως οι ηλιαχτίδες πέφταν επάνω στα φτερά του, εκείνα γυάλιζαν σα μαργαριταρένια. Πάνω στην τριανταφυλλιά μεγάλωνε ένα άνθος, το πιο όμορφο απ’ όλα, και σ’ εκείνο τραγούδαγε το αηδόνι τους καημούς του ΄ όμως το ρόδο έμενε σιωπηλό κι ούτε μια σταγόνα δροσιάς δεν έστεκε, σα δάκρυ συμπόνιας, στα φύλλα του. Τέλος, έσκυψε το κεφάλι του πάνω από ένα σωρό πέτρες κι είπε, «Εδώ αναπαύεται ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου ΄ πάνω απ' τον τάφο του θα σκορπίσω τ' άρωμά μου κι αυτού θα ρίξω τα φύλλα μου, σαν τα διαλύσει η καταιγίδα. Εκείνος, που τραγούδησε την Τροία, έγινε χώμα κι απ' αυτό το χώμα ξεφύτρωσα. Εγώ, ένα ρόδο απ’ τον τάφο του Ομήρου, είμαι πολύ ανώτερο για ν’ ανθίσω για ένα αηδόνι.» Και το αηδόνι έσβησε τραγουδώντας. Ένας καμηλιέρης πέρασε, με τις φορτωμένες του καμήλες και με τους μαύρους σκλάβους του ΄ ο μικρός γιος του βρήκε το νεκρό πουλί κι έθαψε τον τρυφερό τραγουδιστή στον τάφο του μεγάλου Ομήρου, όσο το ρόδο έτρεμε στο φύσημα του ανέμου.



Βράδιασε και το ρόδο τυλίχτηκε πιο σφιχτά στα πέταλά του κι ονειρεύτηκε: κι ήταν αυτό το όνειρό του.

Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα ΄ ένα πλήθος από ξένους πλησίασε, που είχε ξεκινήσει για προσκύνημα στον τάφο του Ομήρου. Μαζί με τους ξένους ήταν κι ένας τροβαδούρος απ’ το Βορρά, απ’ την πατρίδα των σύννεφων και των λαμπρών φώτων του βόρειου σέλατος. Έκοψε το ρόδο και το έβαλε μέσα σ’ ένα βιβλίο και το πήρε μαζί του σ’ ένα μακρινό μέρος, στην πατρίδα του. Το ρόδο ξεθώριασε απ’ τη λύπη του κι έμεινε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, που ο ξένος άνοιξε στο σπίτι του, λέγοντας, «Να ένα ρόδο απ’ τον τάφο του Ομήρου.»



Ύστερα το άνθος ξύπνησε απ’ τ' όνειρό του, τρέμοντας στον αγέρα. Μια δροσοσταλίδα έπεσε από τα φύλλα του πάνω στον τάφο του τραγουδιστή. Η ήλιος σηκώθηκε και το άνθος άνοιξε τα πέταλά του, πιο όμορφο από ποτέ. Η μέρα ήταν ζεστή και βρισκόταν ακόμα στη δική του τη θερμή Ασία. Και τότε βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν, ξένοι, σαν κι εκείνους που είχε δει το ρόδο στ’ όνειρό του, και μαζί τους ήταν ένας ποιητής απ’ το Βορρά ΄ έκοψε το ρόδο, φίλησε τα δροσερά του χείλη και το πήρε μακριά, στην πατρίδα των σύννεφων και των βορεινών φώτων. Σα μια μούμια αναπαύεται τώρα μέσα στην «Ιλιάδα» του και, όπως στ’ όνειρό του, τον ακούει να λέει, καθώς ανοίγει το βιβλίο, «Να ένα ρόδο απ’ τον τάφο του Ομήρου.»

Μετάφραση: Ελένη Πουλάκου
Από το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, A Rose from Homer's Grave